Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τοῦ σοῦ θ

См. также в других словарях:

  • Σου Χαν-τσεν — Κινέζος ζωγράφος του 12ου αι., μαθητής του Λιου Τσουνγκ κου. Ήταν προστατευόμενος του αυτοκράτορα Χούι τσουνγκ (1101 1125), που του έδωσε υψηλά αξιώματα. Ο καλλιτέχνης ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την ανθρώπινη μορφή. Είναι ακόμα γνωστός για μερικές… …   Dictionary of Greek

  • σου — Όνομα το οποίο έχει δοθεί σε μια ομάδα ιθαγενών φυλών της Αμερικής. Ήταν άλλοτε εγκαταστημένοι από την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών έως το Μισισιπή Μιζούρι και από τη Σασκάτσιουαν έως την Αρκάνσας. Οι φυλές αυτές που ζούσαν σε νομαδική κατάσταση,… …   Dictionary of Greek

  • σού — Όνομα το οποίο έχει δοθεί σε μια ομάδα ιθαγενών φυλών της Αμερικής. Ήταν άλλοτε εγκαταστημένοι από την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών έως το Μισισιπή Μιζούρι και από τη Σασκάτσιουαν έως την Αρκάνσας. Οι φυλές αυτές που ζούσαν σε νομαδική κατάσταση,… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • διαστολή — Ξεχώρισμα, διάκριση. (Μουσ.) Όρος της μουσικής σημειογραφίας. Σημαίνει την κάθετη γραμμή του πενταγράμμου που χωρίζει τα μέτρα σε τμήματα ίσης αξίας φθογγοσήμων, με διαφορετική όμως ρυθμική συνάρθρωση. Παλαιότερα ο διαχωρισμός των μέτρων… …   Dictionary of Greek

  • θίασος — Εταιρεία, συνήθως με θρησκευτικό χαρακτήρα, στην αρχαία Αθήνα, που είχε σκοπό τη λατρεία ενός θεού, κυρίως του Διονύσου. Τα μέλη της έπαιρναν μέρος στις θρησκευτικές τελετές με χορούς και τραγούδια. Από την εποχή, όμως, της μεταρρύθμισης του… …   Dictionary of Greek

  • VICTORIA — I. VICTORIA Ptol. urbs Mauritaniae Caesariensis mediterranea. Nunc Moascar, Sansoni, etiamnum satis ampla. II. VICTORIA urbs Alavae provinc. in Hispania Tarraconens. primaria ubi alias vicus Gasteys, ad radices montis S. Adriani, prope Biscaiam,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ταφνουίτ — Θεά της αρχαίας Αιγύπτου, δίδυμη αδελφή του Σου και κόρη του Ρα και της Aθώρ. Ήταν θεά της φύσης και της άρδευσης. Λατρευόταν ιδιαίτερα στα νησιά Φιλαί και Ελεφαντίνη καθώς και στη Μέμφιδα …   Dictionary of Greek

  • νεανικός — ή, ό (ΑΜ νεανικός και Α ιων. τ. νεηνικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει σε νεανία (α. «νεανικό φέρσιμο», β. «ἀλλὰ κἀκ τῶν λειψάνων δεῑ τῶνδε ῥώμην νεανικὴν σχεῑν», Αριστοφ.) 2. δραστήριος, ρωμαλέος, ορμητικός, ζωηρός μσν.… …   Dictionary of Greek

  • σούνεκα — Α αττ. κράση αντί τού σοῡ ἕνεκα …   Dictionary of Greek

  • σούσις — σούσεως, ἡ Α (κατά τον Ησύχ.) δ. τ. τού σοῡ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»